Ψυχῇ — Ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψυχή — life fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχή — η 1. όλες οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου. 2. η υποτιθέμενη άυλη ουσία που ενωμένη με το σώμα αποτελεί το κύριο στοιχείο της ζωής. 3. η ζωτικότητα, η δραστηριότητα του ατόμου, η ψυχική δύναμη, η αφοβία. 4. άνθρωπος: Το χωριό μας έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχή — ψῡχή , ψυχή life fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχη — ψύχω Phdr.. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχῃ — ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres ind mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)